Συγκεντρωτική παρουσίαση των πρόσφατων δεδομένων για την ανάκληση μνήμης από αυτόπτες μάρτυρες: σύγκριση ερευνητικών δεδομένων.

 

Σημέλα (Μ) Σ. Σιδηροπούλου, MSc Δικαστικής Ψυχολογίας και Εγκληματολογικών Ερευνών, επιστ. Συν. ΕΚΠΑ

Αναστασία Αθ. Καραντώνη, BSc Ψυχολογίας, University of East London

Οι αυτόπτες μάρτυρες και οι καταθέσεις τους στα δικαστήρια διαδραματίζουν καταλυτικό ρόλο όσον αφορά τις δικαστικές αποφάσεις. Όμως, οι μάρτυρες μπορεί εύκολα να υποκύψουν σε λάθη (Pajon και Walsh, 2017). Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν την ακρίβεια της μαρτυρίας των αυτοπτών μαρτύρων. Αυτοί χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, στις μεταβλητές του εκτιμητή και τις μεταβλητές του συστήματος. Οι πρώτες αφορούν εκείνους τους παράγοντες παρεμπόδισης της ακρίβειας των αυτοπτών μαρτύρων που δεν μπορούν να ελεγχθούν από το ποινικό σύστημα όπως τις συνθήκες που επικρατούσαν στον τόπο του εγκλήματος αλλά και το στρες που πιθανώς βίωσε ο μάρτυρας στο αντίκρισμα του εγκλήματος. Οι δεύτερες περιλαμβάνουν τους παράγοντες εκείνους οι οποίοι χειρίζονται από το ποινικό σύστημα και στους οποίους συμπεριλαμβάνονται τα είδη των ερωτήσεων που τίθενται στους αυτόπτες μάρτυρες αλλά και οι οδηγίες που λαμβάνονται από τους αστυνομικούς προτού την αναγνώριση του μάρτυρα (Eysenck, 2010). H Elizabeth Loftus και ο John Palmer (1974) ήταν από τους πρώτους που διαπίστωσαν ότι η ανάκληση μνημών με ακρίβεια μπορεί να αλλοιωθεί σε μεταγενέστερο χρόνο όπως αυτός της ανάκρισης του αυτόπτη μάρτυρα.

Πληθώρα πρόσφατων ερευνών έχει ασχοληθεί με το θέμα της ακρίβειας των καταθέσεων των αυτοπτών μαρτύρων. Όπως αναφέρθηκε υπάρχουν κάποιοι παράγοντες που επηρεάζουν την ακρίβεια της ανάκλησης μνήμης των αυτοπτών μαρτύρων και αυτοί μπορεί να είναι εσωτερικοί, όπως μια νοητική διεργασία, παράγοντες που οδηγούν σε γνωστική διευκόλυνση ή και συναισθήματα, χαρακτηριστικά προσωπικότητας αλλά και στερεότυπα και προκαταλήψεις. Από την άλλοι μπορεί να είναι και εξωτερικοί παράγοντες όπως το όπλο που χρησιμοποιείται σε ένα έγκλημα ή οι παραπλανητικές πληροφορίες για το έγκλημα, ακόμα και  συζήτηση του εγκλήματος με άλλους.

 

  1. Εσωτερικοί παράγοντες

 

  1. Νοητικές διεργασίες

 

Όσον αφορά τους εσωτερικούς παράγοντες και συγκεκριμένα τις νοητικές διεργασίες, μία έρευνα η οποία ήταν η πρώτη που εξέτασε τη θεωρία της υπερφόρτισης σύμφωνα με την οποία η αντιληπτική υπερφόρτιση μπορεί να οδηγήσει σε αγνόηση εμφανών αντικειμένων, όπως επίσης μπορεί εύκολα να επηρεάσει την μνήμη όσον αφορά τα γεγονότα που συνέβησαν (Murphy και Greene, 2016). Στα τρία διαφορετικά  πειράματα που πραγματοποιήθηκαν  φάνηκε ότι η αντιληπτική υπερφόρτιση μπορεί να επηρεάσει την αντιληπτική ικανότητα των μαρτύρων αφού αρχικά, στο πρώτο πείραμα οι συμμετέχοντες αγνόησαν κυρίως περιφερειακές πληροφορίες και λεπτομέρειες. Επίσης το δεύτερο πείραμα έδειξε ότι οι αναμνήσεις που συνέβησαν κάτω από αντιληπτική υπερφόρτιση είναι πιο ευάλωτες και επηρεάζονται έντονα  από ερωτήσεις που ακολουθούν για την ανάκληση του γεγονότος. Επιπλέον, στο τρίτο πείραμα φάνηκε ότι η υψηλή οπτική-αντιληπτική υπερφόρτιση επηρέασε την ανάκληση ακουστικών πληροφοριών. Όμως αυτό που επιχείρησαν οι ερευνητές και αποτελεί περιορισμό της συγκεκριμένης έρευνας είναι ότι εσκεμμένα χρησιμοποίησαν αντικείμενα τα οποία προκαλούν χαμηλή και υψηλή αντιληπτική φόρτωση διότι είναι πολύ δύσκολο να την υπολογίσουν αντικειμενικά. Έτσι δεν μπορούν να γνωρίζουν το μέσο όρο επίδρασης της αντιληπτικής φόρτωσης στην μνήμη.

Επίσης, σε άλλο πείραμα που έγινε για να ερευνηθεί o ρόλος της αυτοπεποίθησης Αμερικάνων μαρτύρων στην ακρίβεια των απαντήσεων  που δίνουν σε επαναλαμβανόμενες αναγνωρίσεις προσώπων της ίδιας αλλά και διαφορετικής φυλής, φάνηκε ανάμεσα στα ευρήματα της έρευνας ότι οι μάρτυρες αναγνώριζαν με μεγαλύτερη ακρίβεια τα άτομα του ίδιου φύλου και επίσης ότι οι πιο γρήγορες απαντήσεις και η υψηλή αυτοπεποίθηση οδηγούσαν σε μεγαλύτερη ακρίβεια (Dodson and Dobolyi, 2016). Το κενό της συγκεκριμένης έρευνας εντοπίζεται στο δείγμα αφού περιλάμβανε Αμερικάνους πολίτες. Οι Αμερικάνοι πολίτες αποτελούν συνήθως μίξη φυλών γιατί η Αμερική είναι μια πολυπολιτισμική ήπειρος και έτσι δεν μπορεί να βασιστεί ο ισχυρισμός της επιρροής της φυλής στην ακρίβεια αφού αν και  στην έρευνα αναφέρεται ότι ήταν συγκεκριμένες φυλές η ταυτοποίηση  έγινε μέσω ηλεκτρονικού συστήματος. Οπότε η αξιοπιστία τους δεν μπορεί να ελεγχθεί ε ακρίβεια.

Με σκοπό να αναδειχθεί η επιρροή της μη σκόπιμης τύφλωσης (Inattentional Blindness) η οποία αναφέρεται στην έλλειψη προσοχής που σχετίζεται με οπτικά ελαττώματα ή ελλείματα όσον αφορά την αναγνώριση ενός προσώπου φάνηκε ότι όντως επηρεάζει αρνητικά τους μάρτυρες στην αναγνώριση του ενόχου (Tyler, 2017). Ο περιορισμός στη συγκεκριμένη έρευνα εντοπίζεται στο γεγονός ότι το συγκεκριμένο πείραμα όπως και τα περισσότερα πειράματα αυτού του είδους διενεργούνται σε εργαστηριακές συνθήκες και δεν μπορούν να γενικευτούν εύκολα στον πραγματικό κόσμο. Ειδικά στο συγκεκριμένο πείραμα που ελεγχόταν η προσοχή και η ακρίβεια των συμμετεχόντων, το γεγονός ότι προειδοποιήθηκαν για το τι θα δουν μπορεί να τους ώθησε να προσέξουν περισσότερο αυτό που διαδραματιζόταν στο βίντεο από ότι θα έκαναν σε ένα παρόμοιο σκηνικό σε πραγματικό χρόνο και χωρίς προειδοποίηση.

 

  1. Προκαταλήψεις και στερεότυπα

 

Τα στερεότυπα σε σχέση με το φύλο του δράστη αλλά και η οικειότητα το προσώπου που αντικρίζουν οι αυτόπτες μάρτυρες σε ένα έγκλημα επηρεάζουν την ανάκληση και την ακρίβεια στην αναγνώριση του προσώπου. Με βάση αυτόν τον ισχυρισμό φάνηκε ότι η οικειότητα δεν διαδραματίζει κάποιο σημαντικό ρόλο για την ακρίβεια και ενώ οι άνθρωποι με αυξημένες στερεοτυπικές ιδέες δίνουν πιο ολοκληρωμένες και σωστές περιγραφές, οι μάρτυρες με λιγότερες στερεοτυπικές ιδέες κάνουν πιο σωστές αναγνωρίσεις προσώπων. Σε σχέση με αυτά τα δύο η έρευνα δείχνει ότι στα στερεότυπα επηρεάζουν την μνήμη για ένα οικείο πρόσωπο (Thompson,2018). Η απουσία συνθήκης στη συγκεκριμένη έρευνα εντοπίζεται στο γεγονός ότι  οι συμμετέχοντες αντίκρισαν το πρόσωπο μόνο για ένα λεπτό πριν την διεξαγωγή του πειράματος οπότε δεν μπορούμε να μιλήσουμε για οικειότητα οπότε μια τέτοια υπόθεση δεν μπορεί να γενικευτεί στη πραγματική ζωή. Επίσης, το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην προβολή του εγκλήματος και στις ερωτήσεις ήταν 10 λεπτά που σημαίνει ότι δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ακρίβεια των πληροφοριών που έδωσαν οι συμμετέχοντες

Δύο πειράματα διεξήχθησαν για να ερευνήσουν πως η αυτοπεποίθηση αλλά και οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις επηρεάζουν τους αυτόπτες μάρτυρες στην αναφορά γενικών πληροφοριών. Φάνηκε ότι η αυτοπεποίθηση των μαρτύρων δεν επηρέαζε την αναφορά των γενικών πληροφοριών όπως επίσης ότι και στα δύο πειράματα φάνηκε ότι οι  αυτόπτες μάρτυρες απέφευγαν να αναφέρουν κάποιες γενικές πληροφορίες επηρεασμένοι από κάποιες προκαταλήψεις (κοινωνικές όπως την αποφυγή να ντροπιαστούν ή οικονομικής φύσεως όπως να υποστούν κάποια οικονομική ποινή για την ανακρίβεια των καταθέσεων τους ). Αυτές οι προκαταλήψεις ήταν πιο εμφανείς και οδηγούσαν σε πιο συχνή αποφυγή αναφοράς γενικών πληροφοριών όταν οι επιπτώσεις της μη αναφοράς των πληροφοριών ήταν μικρή δηλαδή όταν οι καταθέσεις ήταν ιδιωτικές και όχι δημόσιες και όταν δεν υπήρχε χρηματική ποινή για ανακρίβεια (McCallum, Brewer & Weberm, 2016). Παρόλα αυτά οι ερευνητές δεν υπολόγισαν την επιρροή που ίσως να έχει ακόμα ένας παράγοντας στην αναφορά των γενικών πληροφοριών από τους αυτόπτες μάρτυρες και αυτός είναι το είδος του κοινού που τους κάνει τις ερωτήσεις. Είναι διαφορετικό όσον αφορά των έλεγχο των κοινωνικών προκαταλήψεων στην ακρίβεια των καταθέσεων, να γίνονται οι ερωτήσεις από ερευνητές και άλλο από αστυνομικούς. Όπως επίσης και ότι η επίδραση της ιδιωτικής κατάθεσης δεν εφαρμόστηκε στο δεύτερο πείραμα με τον ίδιο τρόπο όπως στο πρώτο αφού δεν υπήρχαν οι παράμετροι της δημόσιας και ιδιωτικής αλλά μόνο της ανώνυμης κατάθεσης.

 

  • Συναισθήματα

 

Όσον αφορά τα συναισθήματα στην ακρίβεια της ανάκλησης, σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε με σκοπό να φανεί αν στους μάρτυρες τα συναισθηματικά ερεθίσματα βοηθούν ή εμποδίζουν την ανάκληση γεγονότων σε σχέση με τα ουδέτερα ερεθίσματα φάνηκε ότι οι αυτόπτες μάρτυρες όταν έρχονται αντιμέτωποι με ερεθίσματα που προκαλούν έντονα συναισθήματα κάνουν πιο σωστή ανάκληση των πληροφοριών (Monds, Patterson και Kemp, 2017). Το κενό στο συγκεκριμένο σημείο εντοπίζεται στο γεγονός ότι  οι συμμετέχοντες δεν δέχτηκαν και τα δύο ερεθίσματα αλλά είδαν είτε την συναισθηματική ταινία είτε την αυτή με τα ουδέτερα ερεθίσματα οπότε δε θα μπορούσε να γίνει η σύγκριση στο ίδιο άτομο για να φανούν καλύτερα τα αποτελέσματα.

Η παραπάνω έρευνα συμφωνεί με αυτήν που ακολουθεί  αφού επίσης εξέτασε την  επιρροή που έχουν τα θετικά, αρνητικά συναισθηματικά φορτισμένα γεγονότα και τα ουδέτερα  γεγονότα στη μνήμη νεαρών αλλά και ενηλίκων και επίσης, φάνηκε ότι το συναίσθημα βοηθάει την μνήμη στο να συγκρατεί στοιχεία από γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο παρελθόν αλλά με την μόνη διαφοροποίηση ότι η συγκεκριμένη έρευνα έδειξε ότι η βίωση συναισθημάτων δεν αυξάνει την ακρίβεια της μνήμης ως προς το ποιος εκτέλεσε την πράξη (Earles, Kersten, Vernon και Starkings, 2016). Ο περιορισμός στη συγκεκριμένη έρευνα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι πράξεις που πραγματοποιήθηκαν από τις ηθοποιούς του πειράματος δεν ήταν και πολύ έντονες έτσι ώστε να προκαλέσουν έντονα συναισθήματα όπως συνήθως συμβαίνει στη πραγματικότητα όταν διαδραματίζονται εγκληματικά γεγονότα. Οπότε δεν μπορεί να είναι ακριβές στα συμπεράσματα του όσον αφορά την διευκόλυνση της ανάκλησης γεγονότων λόγω θετικών ή αρνητικών συναισθημάτων.

Η βία και τα έντονα συναισθηματικά γεγονότα μπορεί  να έχουν επηρεάζουν στην ανάκληση της μνήμης τραυματικών γεγονότων. Έρευνα που έγινε με σκοπό να φανεί αν η συσχέτιση μεταξύ της προσωπικότητας του μάρτυρα και της ακρίβειας της κατάθεσης επηρεάζεται από την βία του γεγονότος φάνηκε ότι σε βίαιες συνθήκες το ποσοστό της ανάκλησης λανθασμένων λεπτομερειών ήταν μεγαλύτερο σε σχέση με το ποσοστό των σωστών λεπτομερειών ειδικά στους μάρτυρες που ήταν πιο ευσυγκίνητοι. Φαίνεται ότι και το συναίσθημα και η προσωπικότητα επηρεάζουν την μνήμη (Pajon και Walsh, 2017).  Η απουσία συνθήκης στη συγκεκριμένη έρευνα εντοπίζεται στο γεγονός ότι παρόλο που οι συμμετέχοντες αντίκρισαν ένα βίντεο αληθινού εγκλήματος αυτό έγινε στα πειραματικά πλαίσια του εργαστηρίου οπότε τα αποτελέσματα ανάμεσα στη σχέση που εξετάστηκε μπορεί να είναι διαφορετικά σε πραγματικές συνθήκες  .

 

  1. Γνωστική διευκόλυνση

 

Όσον αφορά την γνωστική  διευκόλυνση  στην ακρίβεια της αναγνώρισης υπάρχουν διάφορες έρευνες που υποστηρίζουν ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι με τους οποίους διευκολύνεται η ανάκληση γεγονότων. Αρχικά, οι επιπρόσθετες πληροφορίες που παρέχονται στους μάρτυρες αποτελούν έναν τέτοιον τρόπο. Οι συμμετέχοντες του πειράματος έπρεπε να αναγνωρίσουν τον ένοχο και αν δεν το αναγνώριζαν θα τους δίνονταν βοηθητικές πληροφορίες με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο πρώτος τρόπος όπου οι ερευνητές έδιναν την πληροφορία ότι ο ένοχος μπορεί να είναι ή και όχι παρόν, δεν επηρέαζε τους συμμετέχοντες στις αποφάσεις τους. Ενώ ο δεύτερος τρόπος όπου οι συμμετέχοντες παρακολουθούσαν μια σειρά από ανθρώπους όπου μπορεί να βρισκόταν ή όχι ο ένοχος ανάμεσα τους φάνηκε ότι αυτές οι επιπρόσθετες πληροφορίες μείωσαν την αναγνώριση των αθώων προσώπων σε σχέση με την αναγνώριση του ενόχου που αυξήθηκε. Φάνηκε δηλαδή ότι βοηθάνε αυτές οι επιπρόσθετες πληροφορίες στην πιο ακριβή αναγνώριση του ενόχου (Smith, Wells, Lindsay και Myerson,2018). Τα κενό στη συγκεκριμένη έρευνα εντοπίζεται στην γλώσσα που χρησιμοποίησαν οι ερευνητές, αφού είπαν στους αυτόπτες μάρτυρες ότι θα ακολουθήσει διαδικασία με βοηθητικές πληροφορίες αν δεν αναγνωρίσουν τον ένοχο. Στην πραγματική ζωή όμως η γλώσσα που χρησιμοποιούν οι αστυνομικοί είναι πιο διστακτική και λένε ότι ίσως ακολουθήσουν βοηθητικές πληροφορίες οπότε αυτή η  μέθοδος μπορεί να μην επιφέρει τα ίδια ακριβή αποτελέσματα.

Ένας ακόμα τρόπος για την προστασία και την διευκόλυνση της ανάκλησης της αρχικής μνήμης με ακρίβεια από τον αυτόπτη μάρτυρα είναι μέσω του γνωστικού εργαλείου αναφοράς SAI, που έχει σχεδιαστεί με αυτόν τον σκοπό. Αυτόπτες μάρτυρες ενός ψεύτικου και σχεδιασμένου για τις ανάγκες του πειράματος εγκλήματος ήταν χωρισμένοι σε 3 ομάδες. Οι συμμετέχοντες της πρώτης ομάδας συμπλήρωσαν το SAI. Η δεύτερη ομάδα προχώρησε σε μία ελεύθερη ανάκληση και η τρίτη ομάδα δεν προχώρησε στην ανάκληση του αρχικού γεγονότος. Μια βδομάδα μετά οι μάρτυρες-συμμετέχοντες πραγματοποίησαν μία γνωστική συνέντευξη στην οποία φάνηκε ότι οι μάρτυρες που χρησιμοποίησαν το γνωστικό εργαλείο SAI έκαναν πιο ακριβή ανάκληση των γεγονότων από τις άλλες δύο ομάδες και αυτό γιατί το SAI παράγει μία λεπτομερή αναπαράσταση της μνήμης (Hope, Gabbert, Fisher & Jamieson, 2014). Παρόλα αυτά  το γνωστικό εργαλείο SAI φαίνεται τελικά ότι βοηθάει τη μνήμη και την ανάκληση των γεγονότων στους αυτόπτες μάρτυρες μόνο στη πρώτη φάση δηλαδή αυτή αμέσως μετά από το γεγονός και όχι στη δεύτερη και πιο καθυστερημένη φάση αφού οι μάρτυρες που πραγματοποίησαν το SAI όταν τους πήραν συνέντευξη μία βδομάδα μετά ανέφεραν αυτά που είχαν δει και όχι αυτά που έγραψαν στη φάση του SAI. Επίσης, το SAI είναι ένα εργαλείο το οποίο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ευρέως καθώς άτομα-μάρτυρες που είναι αγράμματοι δεν θα έχουν την αυτοπεποίθηση για να γράψουν μία τόσο αναλυτική αναφορά.

Επιπλέον, πειράματα έγιναν για να διαπιστωθεί σε νέους αλλά και μεγαλύτερους αυτόπτες μάρτυρες η ακρίβεια των πληροφορίων που δίνουν όσον αφορά τον κατηγορούμενο μέσα από μια διαδικασία επαναλαμβανόμενης αναγκαστικής επιλογής υπόπτων από μια παράταξη φωτογραφιών. Διαπιστώθηκε ότι οι καταθέσεις χρησιμοποιώντας αυτή την εναλλακτική διαδικασία αναγνώρισης προέβλεπαν  μεγαλύτερη ακρίβεια στην αναγνώριση και για τα μεγαλύτερα παιδιά αλλά και τους ενήλικες (Bruer & Price, 2017). Το αρνητικό  με αυτή την εναλλακτική διαδικασία αναγνώριση, εκτός από το ότι δεν είναι κατάλληλη για μικρά παιδιά αφού δεν έχει το ίδιο αποτέλεσμα ανάκλησης σε αυτά όπως αποδείχθηκε από τη συγκεκριμένη έρευνα, είναι ότι επειδή είναι επαναλαμβανόμενη και απαιτεί από τον αυτόπτη μάρτυρα να λάβει 36 διαφορετικές αποφάσεις όσον αφορά 8 υπόπτους αποτελεί μία χρονοβόρα διαδικασία και προβλέπει ιδιαίτερη γνωστική κούραση για τον μάρτυρα. Αυτή η διαδικασία λόγω αυτών των απαιτήσεων μπορεί να θέλει αλλαγές αλλά και περισσότερη προετοιμασία από τους αρμόδιους για να την εφαρμογή της και αποδεικνύεται ότι  δεν μπορεί να εφαρμοστεί με ευκολία εκτός εργαστηριακών ορίων.

 

  1. Εξωτερικοί παράγοντες

 

Όσον αφορά τους εξωτερικούς παράγοντες έχει φανεί ότι η ύπαρξη όπλου την ώρα του εγκλήματος δυσχεραίνει την μνήμη του αυτόπτη μάρτυρα σε σχέση με την μη ύπαρξη όπλου (Wixted & Wells, 2017). Σε πρόσφατη έρευνα που έγινε με σκοπό να αποδειχθεί η επίδραση της ύπαρξης όπλου και της περιορισμένης σε χρόνο συνάντησης του αυτόπτη μάρτυρα με τον δράστη στην αυτοπεποίθηση αλλά και στη ακρίβεια του μάρτυρα φάνηκε ότι ούτε το όπλο αλλά ούτε τα μικρό χρονικό διάστημα επηρεάζει σημαντικά και ούτε έχει αρνητικές επιδράσεις στην συσχέτιση αυτοπεποίθησης και ακρίβειας, ούτε και στην ακρίβεια αναγνώρισης του δράστη (Carlson, Young, Weatherford, Carlson, Bednarz & Jones, 2016). Όμως, οι ερευνητές σχεδίασαν ένα όχι πλήρως ολοκληρωμένο ερευνητικό σχέδιο αφού παρέλειψαν μία συνθήκη που αφορά τον χρόνο συνάντησης κλέφτη-μάρτυρα και έτσι δεν μπόρεσαν να δώσουν μία πιο ξεκάθαρη εικόνα της επίδρασης του χρόνου στην συνάντηση με τον δράστη. Οπότε δεν φαίνεται η επίδραση του χρόνου του εγκλήματος στην αναγνώριση από τον αυτόπτη μάρτυρα ή στην ανάκληση του γεγονότος. Επίσης, ένας ακόμα περιορισμός της παρούσας έρευνας είναι ότι δεν έλαβε υπόψη τη παράμετρο της απόστασης (διαφορετικές αποστάσεις) ανάμεσα στον δράστη και τον αυτόπτη μάρτυρα στην συνθήκη του όπλου. Παράγοντας που θα μπορούσε να καθορίσει την επιρροή που έχει η ύπαρξη όπλου στην ακρίβεια της αναγνώρισης του κλέφτη από τον μάρτυρα.

Η ανατροφοδότηση των πληροφοριών ενός γεγονότος που έχει αντικρίσει ένας αυτόπτης μάρτυρας μπορεί να επηρεάσει την ακριβή ανάκληση του. Οι συμμετέχοντες-αυτόπτες μάρτυρες ενός πειράματος  μετά τη παρακολούθηση ενός εγκλήματος σε μια βιντεοταινία κλήθηκαν να απαντήσουν σε ερωτήσεις . Στις τρεις ομάδες μαρτύρων που υπήρχαν, η πρώτη δέχτηκε θετική ανατροφοδότηση για αυτά που είπε, η δεύτερη αρνητική και η τρίτη δε δέχτηκε ανατροφοδότηση. Ύστερα οι συμμετέχοντες μεταφέρθηκαν σε άλλο δωμάτιο για να γίνουν ερωτήσεις ανάκλησης των γεγονότων. Οι μάρτυρες που δέχτηκαν αρνητική ανατροφοδότηση αποδείχθηκε ότι έδωσαν λιγότερες σωστές γενικές πληροφορίες για το περιστατικό. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η κοινωνική ανατροφοδότηση μπορεί να επηρεάσει την ανάκληση των ίδιων γεγονότων σε μεταγενέστερη ανάκληση (Rechdan, Hope, Sauer, Sauerland, Ost & Merckelbach, 2018). Παρόλα αυτά, η συγκεκριμένη έρευνα δεν μπορεί να γενικευτεί και να είναι έγκυρη ώστε να εφαρμοσθεί αυτή η διαδικασία για την ακριβέστερη ανάκληση γεγονότων από μάρτυρες διότι οι περισσότεροι μάρτυρες ήταν γυναίκες καθώς και αυτοί που έδωσαν τις ανατροφοδοτήσεις. Επειδή έχει φανεί ότι οι γυναίκες δύσκολα επηρεάζονται από τις γνώμες άλλων γυναικών ίσως αυτή η έρευνα δεν είναι αξιόπιστη.

Σε έρευνα που προαναφέρθηκε, όσον αφορά ερεθίσματα που προκαλούν θετικά ή αρνητικά συναισθήματα αλλά και ουδέτερα ερεθίσματα, δόθηκαν και κάποιες παραπλανητικές πληροφορίες όσον αφορά τις δύο ταινίες (αυτή που προκαλεί συναισθήματα και αυτή που δεν προκαλεί) και φάνηκε ότι οι μάρτυρες που είδαν την πρώτη ταινία (γεγονότα που προκαλούν συναισθήματα) εμφάνιζαν μεγαλύτερη ευπάθεια στις παραπλανητικές πληροφορίες. Επίσης στο ίδιο πείραμα δόθηκε μια ακόμα διαδικασία στην οποία οι μάρτυρες έπρεπε να κάνουν ανάκληση κάποιων συναισθηματικά φορτισμένων λέξεων ή ουδέτερων λέξεων. Φάνηκε ότι οι συμμετέχοντες έκαναν ακριβέστερη ανάκληση περισσότερων ουδέτερων λέξεων από ότι των λέξεων που προκάλεσαν συναισθήματα (Monds et al., 2017).  Η απουσία συνθήκης στο συγκεκριμένο σημείο εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν αυτό το τεστ με τις λέξεις μόνοι τους σε δικό τους χρόνο και όχι στο εργαστήριο με την παρουσία του ερευνητή οπότε να μην έδωσαν τόσο προσοχή και τα αποτελέσματα της έρευνας να μην είναι απολύτως έγκυρα.

Συμπερασματικά η μνήμη των αυτοπτών μαρτύρων επηρεάζεται εύκολα και λόγω των συνθηκών του εγκλήματος αλλά και λόγω μετέπειτα πληροφοριών που εισχωρούν στις ανακριτικές διαδικασίες. Σε μελλοντική εφαρμογή θα ήταν χρήσιμο να υπάρχει πλήρες ειδικευμένο προσωπικό αλλά και τα κατάλληλα μέσα που θα οδηγούν σε μείωση αυτών των λαθών και τις ανακρίβειας της μνήμης τόσο στο ανακριτικό κομμάτι όσο και στο κομμάτι των καταθέσεων στα δικαστήρια. Η πρόληψη λοιπόν αυτών των λαθών που οδηγούν σε ανακριβείς καταθέσεις θα μπορούσαν να περιοριστούν από το νομικό σύστημα και την αστυνομία από τον τρόπο που χειρίζονται τους μάρτυρες (το είδος των ερωτήσεων που κάνουν αλλά και οι παραπλανητικές πληροφορίες που δίνουν πολλές φορές) αλλά και τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να λάβουν τις καταθέσεις, αφού βάσει των παραπάνω ερευνών υπάρχουν εργαλεία που βοηθάν στην ακριβή ανάκληση των γεγονότων. Η συγκεκριμένη ανασκόπηση δεν εστίασε πολύ στους παράγοντες που κατά τη διάρκεια του εγκλήματος μπορούν να επηρεάσουν την ανάκληση αλλά κυρίως στην μετέπειτα διαδικασία της κατάθεσης.

 

 

Βιβλιογραφία

Bruer, K. C., & Price, H. L. (2017). A Repeated Forced‐choice Line‐up Procedure Provides Suspect Bias Information with No Cost to Accuracy for Older Children and Adults. Applied Cognitive Psychology31(5), 448-466.

Carlson, C. A., Young, D. F., Weatherford, D. R., Carlson, M. A., Bednarz, J. E., & Jones, A. R. (2016). The influence of perpetrator exposure time and weapon presence/timing on eyewitness confidence and accuracy. Applied Cognitive Psychology30(6), 898-910.

Dodson, C. S., & Dobolyi, D. G. (2016). Confidence and Eyewitness Identifications: The Cross‐Race Effect, Decision Time and Accuracy. Applied Cognitive Psychology30(1), 113-125.

Earles, J. L., Kersten, A. W., Vernon, L. L., & Starkings, R. (2016). Memory for positive, negative and neutral events in younger and older adults: Does emotion influence binding in event memory?.  Cognition and Emotion30(2), 378-388.

Eysenck, M. W. (2010). Βασικές Αρχές Γνωστικής Ψυχολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Gutenberg.

Hope, L., Gabbert, F., Fisher, R. P., & Jamieson, K. (2014). Protecting and enhancing eyewitness memory: The impact of an initial recall attempt on performance in an investigative interview. Applied Cognitive Psychology28(3), 304-313.

Loftus, E. F., & Palmer, J. C. (1974). Reconstruction of automobile destruction: An example of the interaction between language and memory. Journal of verbal learning and verbal behavior13(5), 585-589.

McCallum, N. A., Brewer, N., & Weber, N. (2016). Memorial Monitoring and Control: How Confidence and Social and Financial Consequences Affect Eyewitnesses’ Reporting of Fine‐Grain Information. Applied Cognitive Psychology30(3), 375-386.

Monds, L. A., Paterson, H. M., & Kemp, R. I. (2017). Do emotional stimuli enhance or impede recall relative to neutral stimuli? An investigation of two “false memory” tasks. Memory25(8), 945-952.

Murphy, G., & Greene, C. M. (2016). Perceptual load affects eyewitness accuracy and susceptibility to leading questions. Frontiers in psychology7, 1322.

Pajón, L., & Walsh, D. (2017). Examining the effects of violence and personality on eyewitness memory. Psychiatry, Psychology and Law24(6), 923-935.

Rechdan, J., Hope, L., Sauer, J. D., Sauerland, M., Ost, J., & Merckelbach, H. (2018). The effects of co-witness discussion on confidence and precision in eyewitness memory reports. Memory26(7), 904-912.

Smith, A. M., Wells, G. L., Lindsay, R. C. L., & Myerson, T. (2018). Eyewitness identification performance on showups improves with an additional-opportunities instruction: Evidence for present–absent criteria discrepancy. Law and Human Behavior, 42(3), 215-226

Thompson, L. E. (2018). Stereotypes and the Familiar-Stranger: The Role of Previous Contact and Gender Stereotypes on Eyewitness Recall and Recognition Accuracy (Doctoral dissertation, Carleton University).

Tyler, C. G. (2017). “Crime Blindness: The Impact of Inattentional Blindness on Eyewitness Description Accuracy”. WWU Honors Program Senior Projects, 51.

Wixted, J. T., & Wells, G. L. (2017). The relationship between eyewitness confidence and identification accuracy: A new synthesis. Psychological Science in the Public Interest18(1), 10-65.